βρωμιούχος

βρωμιούχος
-ο
αυτός που περιέχει βρώμιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • μεθανθελίνη — η (φαρμ.) βρωμιούχος ανθρακικός εστέρας τού ξανθενίου που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως αντιχολινεργικό …   Dictionary of Greek

  • τριβρωμιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (για χημική ένωση) αυτός τού οποίου το μόριο περιέχει τρία άτομα βρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tribromure < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ και τρεις) + bromure «βρωμιούχος» (< brome «βρώμιο» < …   Dictionary of Greek

  • υπερβρωμιούχος — α, ο, Ν φρ. «υπερβρωμιούχο άλας» χημ. ονομασία τών βρωμιούχων αλάτων που περιέχουν στο μόριό τους την ανώτερη δυνατή ποσότητα βρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. perbromure < per (< λατ. per ) + bromure «βρωμιούχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”